top of page

Εισήγηση: Σύνταγμα - Αποτύπωμα κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών

  • dimgov68
  • 5 days ago
  • 9 min read

Δρόμοι παρέμβασης και πολιτική εξουσία


Εισήγηση της Ιωάννας Ρίζου, δικηγόρου, στην πολιτική-θεωρητική εκδήλωση:

«Αστικό κράτος και ταξική πάλη: από το σύνταγμα του 1975 στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό», 1 Ιουλίου 2025, Αθήνα.


Η εισήγηση αυτή θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την έννοια και τον ρόλο του Συντάγματος ως συστήματος κανόνων δικαίου «αυξημένης τυπικής ισχύος» που αφορά το ελληνικό παράδειγμα, περιορισμένη στην περίπτωση του Συντάγματος του 1975, το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα με μικρές παραλλαγές. Επίσης, θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει δρόμους παρέμβασης στα θεμελιώδη ζητήματα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας και των δρόμων για την πολιτική και εργατική χειραφέτηση πέρα και έξω από τα όρια της αστικής δημοκρατίας και των θεσμών της.

Ειδικότερα, στην ομάδα εργασίας που συγκροτήσαμε καταπιαστήκαμε (και) με τα κάτωθι ερωτήματα, οι «απαντήσεις» στα οποία συζητήθηκαν συλλογικά:

1. Καταρχάς, με το ερώτημα του πώς αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα του 1975 οι δεδομένοι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί και πώς ενσωματώθηκαν σε αυτό αιτήματα των τότε κοινωνικών κινημάτων.

2. Ακόμα, με το ερώτημα του τι σηματοδοτούν για το πολίτευμα και την ίδια την έννοια του Συντάγματος τα παραδείγματα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, «παράκαμψης» ή ευθείας παραβίασης των συνταγματικών κανόνων.

3. Περαιτέρω, με το θέμα της αξίας της υπεράσπισης του αστικού συντάγματος, είτε όπως είναι είτε όπως θα έπρεπε να είναι, στην περίοδο της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και της πολεμικής οικονομίας, ξεκομμένο από τη συζήτηση για το πολιτικό σύστημα και του ποιος έχει (ποια τάξη έχει) την πολιτική εξουσία. Ποια γραμμή (μπορεί να) είναι κοινωνικά χρήσιμη στο σήμερα για την ανίχνευση δρόμων οργάνωσης της κοινωνίας πέρα από τη μορφή «σύνταγμα»;


Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, του πώς ενσωματώθηκαν κοινωνικά αιτήματα της ταραχώδους περιόδου που προηγήθηκε της ψήφισης του Συντάγματος του ’75, κρίσιμο είναι να παρατεθούν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, γιατί ο νόμος δεν είναι τίποτε άλλο από την υλική αποτύπωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο:

Το Σύνταγμα του 1975 ήταν το ιστορικό και πολιτικό αποτέλεσμα όχι μόνο της πτώσης της δικτατορίας αλλά συνολικά της κατάρρευσης του μετεμφυλιακού κράτους της εθνικοφροσύνης, διαμόρφωσε νομικά μια νέα μορφή αστικού κράτους, το λεγόμενο κράτος δικαίου και συμπύκνωσε την νέα, ευρωπαϊκή στρατηγική της αστικής τάξης, για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΟΚ).


Το σύνταγμα του ‘75 μπορεί να θεωρηθεί :

1. Πρώτον, ότι είναι αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην αστική τάξη και το λαϊκό κίνημα στην περίοδο που πραγματοποιείται η μετάβαση από τη δικτατορία στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Πρέπει να εντοπιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της μετάβασης: Την πρωτοβουλία των κινήσεων έχει η αστική τάξη με τη διαμόρφωση κυβέρνησης εθνικής ενότητας αλλά από την άλλη η ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος την αναγκάζει να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις σε μια εποχή που , εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 1973, ο κεϋνσιανισμός στις χώρες της δύσης αρχίζει να καταρρέει. Η επιλογή αυτή αποτυπώνεται και στο σύνταγμα του ‘75 με την κατοχύρωση των λεγόμενων «κοινωνικών δικαιωμάτων». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί για την ανάσχεση της δράσης του λαϊκού κινήματος και μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα, όπως η κατοχύρωση της διάταξης περί «καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος», (άρθρο 25 παρ. 3 Συντάγματος), που βρίσκει εφαρμογή και στο ιδιωτικό δίκαιο με θέσπιση άρθρου στον Αστικό Κώδικα και έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς το εφαρμόζουν τα ελληνικά δικαστήρια στις υποθέσεις λχ επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από funds κατά δανειοληπτών, στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος προστατεύει την κρατική εξουσία έναντι του φορέα του δικαιώματος-πολίτη, δηλαδή του ασθενέστερου μέρους. Καταχρηστικά θεωρείται ότι ασκείται ένα δικαίωμα, όταν ναι μεν υφίσταται, αποδυναμώνεται όμως και καθίσταται ανίσχυρο εξαιτίας μιας σειράς εξωτερικών παραγόντων, σχετικών και ερμηνευόμενων κατά περίπτωση. Συχνότερα συναντιέται στα δικαιώματα συλλογικής δράσης (πχ δικαίωμα συνάθροισης), οπότε συχνά γίνεται επίκληση των εννοιών της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης για να κριθεί ότι στη στάθμιση των δύο, πιο «άξιες προστασίας» είναι οι τελευταίες αφηρημένες έννοιες. Δεν εννοούν τίποτα άλλο από την ατομική ιδιοκτησία και την προστασία της, την κυβερνητική σταθερότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους και των μηχανισμών του.


2.    Δεύτερον, ότι το Σύνταγμα του ’75 επιμένει στο θέμα της ενισχυμένης εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης, όπως τότε προσωποποιήθηκε στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας αποτελεί σταθερά σε όλα τα Συντάγματα μεταπολεμικά. Αυτό πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα σε σχέση με το μοντέλο κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και τη νομοθετική αποτελεσματικότητα την οποία απαιτεί. Παρά τον φαινομενικά αποδυναμωμένο θεσμό του ΠτΔ σήμερα, αυτός εξακολουθεί να παίζει πρώτιστο ρόλο στην απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος. Η επιλογή των προσώπων για το αξίωμα αυτό δεν είναι τυχαία ούτε «διακοσμητική», με ενδεικτική την περίπτωση του Κ. Τασούλα.


3. Ότι πράγματι, το Σύνταγμα του ‘75 απηχεί σε πλευρές τους σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες που δόθηκαν και κατέληξαν στην ανατροπή της δικτατορίας, ενσωματώνοντάς τους με την κατοχύρωση σειράς ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πάντοτε όμως μέσα στα όρια της αστικής νομιμότητας. Για παράδειγμα, μπορεί μεν να αναφέρεται στο άρθρο 17 ότι «τα δικαιώματα που απορρέουν από την ατομική ιδιοκτησία δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», ωστόσο αυτή ορίζεται ρητά ότι τελεί υπό την προστασία του κράτους και έχει πλέον αναχθεί στο απόλυτο δικαίωμα. Ομοίως, μπορεί στο άρθρο 106 να ορίζεται ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας», ωστόσο, για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του ’75 κατοχυρώνεται η επιχειρηματική ελευθερία, η οποία σήμερα θα λέγαμε ότι έχει αναχθεί σε ασυδοσία.


4. Ότι για να ψηφιστεί και για να καταλήξει να είναι «το πιο ανθεκτικό Σύνταγμα» μέχρι και σήμερα, χρειάστηκε η νομιμοποίησή του από τα πολιτικά κόμματα της περιόδου και από την Αριστερά, χρειάστηκε το κλίμα συναίνεσης για την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος που ονομάστηκε προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ειδικότερα, παρόλο που τελικά το σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μόνο από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αποτελούσε και την πλειοψηφία στη Βουλή, ενώ και τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης (Ένωσις Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, ΠΑΣΟΚ και Ενωμένη Αριστερά) απείχαν από την διαδικασία της ψηφοφορίας, αντιδρώντας κυρίως στις προβλεπόμενες από αυτό «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την στάση του ΚΚΕ του Φλωράκη, το οποίο είχε ήδη υποβάλει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τη λεγόμενη «δήλωση νομιμοφροσύνης» του ν.δ. 59/1974, που απαιτούταν για την ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής : «Δηλώ ότι αι αρχαί του Κομμουνιστικού Κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή ανατροπή του Ελεύθερου Δημοκρατικού Πολιτεύματος….». Αντίστοιχα, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τη στάση μικρότερων κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και χαρακτηριστικά του ΕΚΚΕ, το οποίο συμμετείχε κανονικά στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, παρότι δεν κατέθεσε την εν λόγω δήλωση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Αντίθετα, κατέθεσε δήλωση ότι αρνείται να δηλώσει όσα προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 2 του ν.δ. 59/1974.


Ως προς το δεύτερο ερώτημα του τι σηματοδοτούν για το πολίτευμα και την ίδια την έννοια του Συντάγματος τα παραδείγματα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, «παράκαμψης» ή ευθείας παραβίασης των συνταγματικών κανόνων, θα αναπτύξει εκτενώς και η συντρόφισσα Ναταλία: όλως ενδεικτικά αναφέρω την διακυβέρνηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, την διαρκή επίκληση ενός κατεπείγοντος και ενός κινδύνου/απειλής για παραπάνω περιορισμό των ελευθεριών, τις κρίσεις περί συνταγματικότητας σειράς προδήλως αντισυνταγματικών νόμων με σοφιστικού τύπου επιχειρήματα, λχ περί ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων κοκ.


Ποιός αλήθεια μπορεί σήμερα να πιστεύει στην ισότητα απέναντι στο Νόμο και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου που κατοχυρώνονται συνταγματικά, όταν για την συνταγματική μας τάξη ξημέρωνε απλώς Πέμπτη όταν έγινε το ναυάγιο της Πύλου με τους πάνω από 600 νεκρούς μετανάστες; Η ίδια η Πολιτεία φαίνεται να έχει παραιτηθεί έστω και από την μερική, επιφανειακή υπεράσπιση τέτοιων αρχών, έργο που έχει αφεθεί σε μερικούς δημοκρατικούς, μάχιμους δικηγόρους και σε διάφορες συλλογικότητες. Κατά την γνώμη μας, όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν απλώς ένα ελληνικό παράδοξο που πρέπει να χρεωθεί -μόνο- στην δεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη (αναμφίβολα, πρέπει να της χρεωθεί)· θα ήταν τουλάχιστον αφελές να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο, όταν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στη Γάζα καθημερινά σκοτώνονται άνθρωποι κυριολεκτικά την ώρα που πηγαίνουν να αναζητήσουν τροφή. Δεν πρέπει απλώς να μιλάμε για εγκληματικές ευθύνες της δικής μας κυβέρνησης, της ΕΕ και των ΗΠΑ: είναι συνένοχοι. Αντίθετα, όλα τα παραπάνω είναι αποκαλυπτικά των τρόπων διακυβέρνησης στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού: με διακυμάνσεις στην ένταση της καταστολής, το περιθώριο για τις οποίες θα στενεύει ολοένα και περισσότερο, θα πατήσουν κυριολεκτικά επί πτωμάτων, για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους. Πολλώ δε μάλλον, σημαίνουν και κάτι ακόμα: ότι απάντηση δεν μπορεί να δώσει μια πιο «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου διακυβέρνηση, με μια ιδεατή επιστροφή σε ένα παλαιού τύπου κοινωνικό συμβόλαιο. Όχι απλώς γιατί έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει αλλά γιατί, ο τρόπος αυτός διακυβέρνησης και οι δυνάμεις που τον απαρτίζουν, απροκάλυπτα συντάσσονται με τους καπιταλιστές και τα κέρδη τους στα μεγάλα ζητήματα της περιόδου, όπως είναι ο πόλεμος. Όσον αφορά το ελληνικό παράδειγμα (αλλά και διεθνώς, σαφώς με διαφοροποιήσεις), δεν υπόσχονται καν πλέον κάτι διαφορετικό. Ευθαρσώς δηλώνουν ότι θα κάνουν τα ίδια , ενώ δεν διεκδικούν στα σοβαρά την πολιτική εξουσία. Στο μεγάλο αυτό κοινοβουλευτικό αδιέξοδο και με την απειλή της ακροδεξιάς και του ολοκληρωτισμού, πρέπει να επιμείνουμε στην προγραμματική συγκρότηση, στην θεωρητική παρέμβαση, στη δόμηση ρεύματος και στη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αναμετριέται στα σοβαρά με το υπάρχον, θα έχει πρόταση για την πολιτική εξουσία και θα την διεκδικεί.


Ως προς το τρίτο πρόβλημα του αν έχει νόημα η συζήτηση περί υπεράσπισης της μορφής «Σύνταγμα» ως είναι ή ως θα έπρεπε να είναι, αν δε συνοδεύεται από τη συζήτηση για το πολιτικό σύστημα και ποια τάξη έχει την πολιτική εξουσία, θα αναφέρω λίγα πράγματα πριν κλείσω. Καταρχήν πρέπει να πούμε ότι η εξέταση του ζητήματος αυτού έχει ενδιαφέρον γενικώς, πολλώ δε μάλλον σε μία περίοδο που γίνεται λόγος για αναθεώρηση του Συντάγματος από αντιδραστική σκοπιά, προβάλλοντας το επιχείρημα περί δήθεν «αναχρονιστικότητας» κάποιων διατάξεων λχ για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

Ειδικότερα, υπάρχουν δύο κλασικές σχολές στην σύγχρονη σκέψη της διδασκαλίας του δικαίου, που έχει νόημα να αναφέρουμε: η σχολή του νομικού θετικισμού (=ο νόμος αντλεί την ισχύ του ακριβώς επειδή έχει τεθεί από την κρατική εξουσία, δεν έχει σχέση με την ηθική-την δικαιοσύνη-το κοινό συμφέρον) και του φυσικού δικαίου (=ο νόμος είναι αλληλένδετος και αδιαχώριστος από την ηθική-το κοινό περί δικαίου αίσθημα κοκ). Ο νομικός θετικισμός έχει κυριαρχήσει στη σύγχρονη σκέψη των νομικών, ενώ στα ήδη υποβαθμισμένα μαθήματα του τομέα της φιλοσοφίας στις νομικές σχολές της χώρας, είναι σχεδόν το μόνο ρεύμα που διδάσκονται οι φοιτητές/τριες.

Και αν η πρώτη σχολή, του νομικού θετικισμού υποβαθμίζει το περιεχόμενο και υπερτονίζει τη μορφή (δηλαδή, αφού κάτι έχει τεθεί-έχει αποτυπωθεί σε ένα γραπτό κείμενο και έχει ψηφιστεί από την ορισμένη πλειοψηφία και το αρμόδιο όργανο, είναι και νόμιμο), η δεύτερη αποθεώνει το περιεχόμενο και υποτιμά τη μορφή (δηλαδή, νόμιμο είναι ό, τι μεταφυσικά κωδικοποιείται ως πανανθρώπινα ηθικό-οριοθετείται από τον θεό, την φύση κοκ).

Το κρίσιμο είναι , στη βάση της μαρξιστικής και λενινιστικής θεωρίας για το δίκαιο, να γίνει κατανοητή η υπέρβαση του, εν πολλοίς ψευτοδιπόλου μορφής και περιεχομένου. «Η μορφή δεν έχει καμία αξία όταν δεν είναι η μορφή του περιεχομένου» έγραφε ο Μαρξ στο άρθρο του για το Νόμο περί Υλοκλοπής, ενώ, στην εγελιανή φιλοσοφία στηρίχθηκε επιστημονικά η θεώρηση ότι , μόνος τρόπος αποφυγής και των δύο ως άνω δογματισμών (θετικισμός vs φυσικό δίκαιο) είναι ο ασπασμός ενός είδους συγχρονίας, συναλληλίας και αμοιβαιότητας των εννοιών «μορφή» και «περιεχόμενο» (σημ. η μορφή και το Είναι του προσδιορισμού στην Επιστήμη της Λογικής).

 

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η μελέτη της συζήτησης των ζητημάτων αυτών εντός των κόλπων της σοβιετικής νομικής επιστήμης και η κριτική που ασκήθηκε από σοβιετικούς νομικούς όπως ο Ραζουμόφσκι στην υπεραπλουστευτική θεώρηση ότι το πολιτικό εποικοδόμημα απλώς επιδρά αρνητικά στη βάση, διαμορφώνονται νομικοί κανόνες, οικονομικές σχέσεις μετατρέπονται έτσι σε νομικές σχέσεις κοκ, σαν αυτές οι ενέργειες να ακολουθούν απλώς χρονικά η μία την άλλη. Αντίθετα, πρέπει να κατανοηθεί ότι η αλληλεξάρτηση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος είναι πολύ πιο περίπλοκη και δεν μπορεί να διευκρινιστεί χωρίς την ορθή κατανόηση των αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στο περιεχόμενο και την μορφή που έχουν αναπτυχθεί στην εγελιανή διδασκαλία για την ουσία, την οποία ο Ένγκελς θεωρούσε σαν το σπουδαιότερο μέρος της όλης φιλοσοφίας του Χέγκελ και, χωρίς την κατανόηση της οποίας θεωρούσε ο Λένιν ότι δεν μπορεί να ιδωθεί το Κεφάλαιο του Μαρξ.


Κλείνοντας, μία σύγχρονη κομμουνιστική, αντικαπιταλιστική προσέγγιση του ποια γραμμή είναι χρήσιμη για την παρέμβαση στα θεμελιώδη ζητήματα του αστικού κράτους, του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και του τρόπου ρύθμισής του, που συμπυκνώνεται στη μορφή «αστικό Σύνταγμα», δεν μπορεί παρά να εμφορείται από το ανωτέρω πνεύμα, με οδηγό της σκέψης του το ποιο περιεχόμενο θα εξυπηρετήσει ποια μορφή, και το ανάποδο, σε αλληλεξάρτηση και συναλληλία.

Υπ’ αυτήν την έννοια, χωρίς να κάνουμε εύκολη φυγή προς τον αγνωστικισμό, χωρίς να καταφεύγουμε στο δογματισμό ή τον απόλυτο σχετικισμό των εννοιών, δεν χρειάζεται ούτε να συντασσόμαστε με την υπεράσπιση του Συντάγματος όπως είναι επειδή είναι έτσι και να καλούμε -μάταια- σε τήρηση και εφαρμογή του τους εξουσιαστές, ούτε εύκολα να λέμε ότι καμία τέτοια μάχη δεν έχει σημασία, θεωρώντας ότι όλα αυτά θα λυθούν μαγικά στην άλλη κοινωνία που θα οικοδομήσουμε, ούτε βέβαια να γίνεται μία στενά ιδεολογική θεώρηση του «καλού» και του «κακού», της «ηθικής» και της «ανηθικότητας», παραβλέποντας τις παραγωγικές σχέσεις που πλαισιώνουν τις θεωρήσεις για τις έννοιες αυτές και τα ταξικά στρατόπεδα που αυτές συγκροτούν.


Να πούμε καθαρά ότι δεν πάμε βήμα πίσω από αυτά που έχουν κατακτηθεί, γιατί ακριβώς έχουν κατακτηθεί και δεν έχουν χαριστεί από καμιά εξουσία, αλλά να τολμήσουμε να φανταστούμε, σπάζοντας τα όρια του νόμου και της αστικής σκέψης γύρω από τις θεωρίες για το δίκαιο, τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας εκτός των ορίων του κοινοβουλευτισμού, να φανταστούμε και να πλαισιώσουμε με πρόγραμμα, την κοινωνία της πραγματικής εργατικής δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας, την κοινωνία του κομμουνισμού του 21ου αιώνα.


Ιωάννα Ρίζου, 1/7/2025

 

Comments


Asset 8.png

© 2025 Kommounistiki Apeleftherosi.

bottom of page