top of page

Εισήγηση: Κατάσταση εξαίρεσης ή κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός;

  • dimgov68
  • Jul 7
  • 10 min read

Updated: Jul 28

ree

Εισήγηση της Ναταλίας Πάνου, δικηγόρου, στην πολιτική-θεωρητική εκδήλωση:

«Αστικό κράτος και ταξική πάλη: από το σύνταγμα του 1975 στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό», 1 Ιουλίου 2025, Αθήνα.

 

Το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα έχει σφραγιστεί από μια σειρά κρίσεων που έχουν πλήξει τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας. Γεννάται, επομένως, το ερώτημα αν πρόκειται για γενικευμένη κατάσταση εξαίρεσης ή πρόκειται για το πραγματικό πρόσωπο του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού για τον οποίο κάνουμε λόγο εδώ και δεκαετίες. Η πολιτική λειτουργία του ελληνικού αστικού κράτους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας επιτρέπει να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Για πρακτικούς λόγους θα κινηθούμε σε δύο άξονες, εξετάζοντας αφενός τα ζητήματα που αφορούν τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος και του πολιτικού συστήματος και αφετέρου τα ζητήματα που αφορούν την λεγόμενη ασφάλεια-καταστολή-επιτήρηση.

Όσον αφορά το πολίτευμα και το πολιτικό σύστημα, θα πρέπει, καταρχάς να γίνουν σαφή ορισμένα στοιχεία που είναι δομικά, εγγενή του: Παρά την πανηγυρική εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1975, ο συντακτικός νομοθέτης φαίνεται να διακατέχεται από μια δυσπιστία προς τον λαό και, συνεπώς, προς τη δημοκρατική αρχή. Βασική μέριμνα του νέου Συντάγματος τότε έγινε η ένταση της κρατικής επιβολής, η οποία προδίδει τάσεις αυταρχικής διακυβέρνησης, εις βάρος ακόμη και των κεκτημένων της αστικής δημοκρατίας.


Το πιο χαρακτηριστικό είναι η ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία. Το κρατικό όργανο που εκλέγεται από τον λαό, η Βουλή, δεν αποτελεί το κέντρο εξουσίας, αλλά, αντίθετα, γίνεται επίκληση μιας δήθεν ανάγκης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας με το σαθρό επιχείρημα περί εγκαθίδρυσης μιας ταχύτερης και αποτελεσματικότερης κρατικής μηχανής. Για το σκοπό αυτό διατηρήθηκαν αναχρονιστικές διατάξεις των προηγούμενων ελληνικών Συνταγμάτων, ακόμη και αυτών που ίσχυσαν επί χούντας. Μάλιστα την πρώτη περίοδο ισχύος του Συντάγματος του 1975 η ενίσχυση αυτή της εκτελεστικής εξουσίας αφορούσε το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή ένα μονοπρόσωπο όργανο που δεν εκλέγεται από τον λαό, με τις λεγόμενες «υπερεξουσίες». Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 και μέχρι σήμερα, η ενίσχυση αυτή επέρχεται κατά βάση με την επικέντρωση της εξουσίας στην Κυβέρνηση, η οποία αναδεικνύεται στον ισχυρότερο πόλο εξουσίας. Και ειδικότερα, ιδιαίτερα ενισχυμένη είναι η θέση του Πρωθυπουργού, ο οποίος πλαισιώνεται από ένα ισχυρότατο προσωπικό επιτελείο που δεν εκλέγεται από τον λαό και δεν ελέγχεται από τη Βουλή, ενώ παράλληλα το Υπουργικό Συμβούλιο πολλές φορές έχει διακοσμητικό ρόλο.


Δεν θα μπορούσε να το θέσει πιο εύστοχα ο ίδιος ο ΠτΔ, Κωνσταντίνος Τασούλας, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε πως «Ο βασικός πρωτεργάτης του συντάγματος του 1975, Κωνσταντίνος Καραμανλής, θέλησε […] ένα Σύνταγμα με ενισχυμένη την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την αποτελεσματικότητα του κράτους, με στόχο την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και πολύ πιο ευέλικτη την νομοθετική λειτουργία. Να σκεφτείτε –συνεχίζει- ότι υπήρχε νομοσχέδιο πριν τη δικτατορία, εις το οποίο συμφωνούσαν τα περισσότερα κόμματα και το οποίο συζητείτο επί πεντάμηνο, ενώ μία επερώτηση μπορούσε να φτάσει να συζητείται επί τρίμηνο.» Είναι σαφές πως για τον κο Τασούλα το ζητούμενο είναι να περνάνε εν μία νυκτί κρίσιμες διατάξεις σε άσχετα νομοσχέδια, καταργούμενης στην πράξη της όποιας θεσμοθετημένης δημόσιας διαβούλευσης, πολλώ δε μάλλον θεωρεί ότι η συζήτηση μέσα στην Βουλή περιττεύει, όταν κάποιο κόμμα έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Υπό το πρίσμα των κρίσεων του 21ου αιώνα, παρατηρήθηκε μια περαιτέρω ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, ισχυροποιώντας την ήδη κεντρική θέση που έχει στο πολίτευμα και, συνεπώς, πλήττοντας ακόμη περισσότερο το δημοκρατικό χαρακτήρα του.


Πως συνέβη αυτό;

Πρώτον, με τις περιβόητες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Τι είναι στην ουσία οι ΠΝΠ; Είναι μια έκτακτη νομοθετική διαδικασία, «για έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», αναφέρει το Σύνταγμα, όπου το νομοθέτημα θεσπίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς εμπλοκή της Βουλής (η Βουλή, σε δεύτερο χρόνο, θα κυρώσει την πράξη). Για να έχουμε μια εικόνα με αριθμούς, για τι πράγμα μιλάμε όταν κάνουμε λόγο για πληθωριστική επίκληση ΠΝΠ, την περίοδο της χρηματοπιστωτικής-δημοσιονομικής κρίσης του 2008 και των μνημονίων: Ενδεικτικά, 2012 εκδόθηκαν συνολικά 27 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό θέσπισαν πάγιες ρυθμίσεις. Δεν συνέτρεχε δηλαδή, επουδενί, εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη. Το Φιλοτελικό και Ταχυδρομικό Μουσείο ιδρύθηκε με ΠΝΠ. Το ίδιο έτος θεσπίστηκαν 67 τυπικοί νόμοι εκ των οποίων οι 34 ήταν απλώς κυρωτικοί, δηλαδή δεν περιείχαν κάποια ουσιαστική ρύθμιση αλλά κύρωναν είτε κάποια ΠΝΠ είτε κάποια διεθνή συνθήκη, κύρωναν δηλαδή κάποια ήδη ειλημμένη απόφαση. Επομένως, το 2012, οι κανόνες που θεσπίστηκαν μοιράστηκαν 50-50 μεταξύ νόμων που προέρχονταν από τη Βουλή και μεταξύ ΠΝΠ. Από την άλλη, ως σημείο αναφοράς, για παράδειγμα, το έτος 2007 θεσπίστηκαν 106 τυπικοί νόμοι και μόλις μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία αφορούσε τις ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΠΛΗΓΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης της νόσου Covid-19 που παρουσιάστηκε ως «σχολικό παράδειγμα» για την έκδοση ΠΝΠ, εκδόθηκαν δέκα Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου με σκοπό την εισαγωγή «κατεπείγοντων μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού», με την τελευταία να εκδίδεται ακόμη και έξι μήνες έπειτα από την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος στην Ελλάδα.


Δεύτερον, η περαιτέρω ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας έχει πάρει και τη μορφή της ενίσχυσης της κανονιστικής δράσης της, της θέσπισης δηλαδή κανόνων δικαίου ύστερα από εξουσιοδότηση. Για να το πούμε απλά, η Βουλή δίνει λευκή επιταγή στην εκτελεστική εξουσία για να ρυθμίσει κάθε ζήτημα και έτσι προκύπτουν όλες αυτές οι Υπουργικές Αποφάσεις που συναντάμε μπροστά μας σε κάθε έκφανση της ζωής μας.

Άλλο ένα δομικό-εγγενές στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος είναι η πολιτική ταύτιση Κυβέρνησης με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που αποκλείει τον πολιτικό έλεγχο εκ μέρους της Βουλής. Πολύ περισσότερο, σε συνθήκες κρίσης, όπως διαφάνηκε τόσο κατά την χρηματο-πιστωτική/δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, όσο και κατά την πανδημική κρίση, είναι απίθανο η Βουλή να μην κυρώσει μια ΠΝΠ, καθώς η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την Κυβέρνηση δεν θα θελήσει να εκθέσει την αποφαινόμενη ότι η τελευταία παραβίασε το Σύνταγμα. Εν τέλει, η Βουλή καταλήγει να έχει ρόλο κομπάρσου.


Αντίστοιχοι προβληματισμοί ανακύπτουν όσον αφορά τη σχέση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας. Εξίσου δομικό-εγγενές ζήτημα αποτελεί η «ανεξαρτησία», ή ορθότερα, η μη ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική εξουσία, καθώς το Σύνταγμα προβλέπει πως οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων ενεργούνται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Και, έπειτα, σε εποχές κρίσης, είδαμε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο την ευθυγράμμιση των δικαστηρίων με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με την τυφλή επικύρωση των κυβερνητικών αποφάσεων. Ιδίως με την επίκληση του δήθεν «δημοσίου συμφέροντος», άλλοτε με αυτό να μεταφράζεται ως δημοσιονομική σταθερότητα και άλλοτε ως δημόσια υγεία, με αποτέλεσμα την επιβολή περιορισμών σε δημοκρατικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες.


Άλλο ένα φαινόμενο των τελευταίων πολυτάραχων ετών, υπήρξε η μεσουράνηση των τεχνοκρατών, πχ. οικονομολόγων-δημοσιονομολόγων, γιατρών-λοιμοξιολόγων κοκ. Η επίκληση των λεγόμενων «ειδικών» αποτέλεσε έναν μανδύα επιστημονικής εγκυρότητας, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε και αυθεντίας, ενώ στην ουσία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια έκφανση του δόγματος TINA. «Δεν υπάρχει εναλλακτική, η οδός που χαράσσεται από το κεφάλαιο και το κράτος και την επιστημονική ελίτ που τα υπηρετεί είναι μονόδρομος». Το ζήτημα, εν προκειμένω, έγκειται, αφενός, πως επιστημονικά δεν υπάρχει ποτέ μία και μόνο «ορθή» λύση. Επομένως, είναι μια ψευδαίσθηση η συγκεκριμένη επιστημονική εγκυρότητα. Αφετέρου, προκύπτει μια δήθεν αποπολιτικοποίηση των αποφάσεων που συνοδεύουν τις τεχνοκρατικές κρίσεις, η οποία, επίσης είναι ψευδαίσθηση, καθώς οι τεχνοκράτες απλώς εισηγούνται και, εν τέλει αποτελεί πολιτική επιλογή το ποια εξ αυτών των κρίσεων προκρίνεται από το εκάστοτε πολιτικό όργανο.


Και μιλώντας για τεχνοκράτες, μπαίνει στη συζήτηση και ο ρόλος των υπερεθνικών οργανισμών σε εποχές κρίσης, βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Παγκόσμια Τράπεζα κοκ, τους οποίους η κυρίαρχη αφήγηση τους παρουσιάζει επίσης ως «ουδέτερους», «ανεξάρτητους» και «απολίτικους τεχνοκράτες» με τη διαφορά ότι οι εν λόγω θεσμοί, είναι το ακριβώς αντίθετο. Δεν είναι επιστημονικοί φορείς, ορίζουν ατζέντα και ασκούν πολιτική εξυπηρετώντας το διεθνές κεφάλαιο και τα διεθνή κέντρα εξουσίας, έχοντας μηδενική δημοκρατική νομιμοποίηση, καθώς δεν μεσολαβεί κανενός είδους εκλογή και έλεγχος από τον λαό που υφίσταται τις επιλογές τους.


Σε επίπεδο εθνικού κράτους, αντίστοιχη είναι η κουβέντα για τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, στις οποίες έχει ανατεθεί μεγάλο πεδίο κοινωνικής ρύθμισης. Η «ανεξαρτησία» τους νοείται ως ανεξαρτησία έναντι της Κυβέρνησης, αλλά κατ’ ουσίαν έχουν ταχθεί να υπηρετούν έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό σχεδιασμό και μάλιστα χωρίς να υπόκεινται σε οποιασδήποτε μορφής κοινοβουλευτικό ή λαϊκό έλεγχο. Μάλιστα, εκδίδουν δεσμευτικές αποφάσεις, άρα ασκούν πολιτική εξουσία, χωρίς όμως να είναι υπόλογες για αυτές τις αποφάσεις, ούτε να βλέπουμε αντανακλαστικά συνέπειες στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία για αυτές τις αποφάσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου των υποκλοπών: η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, ενώ δεν φαίνεται να έχει υπάρξει η παραμικρή επίπτωση για την Κυβέρνηση.


Τέλος, όσον αφορά τη συζήτηση περί πολιτικού συστήματος, δεν μπορούμε να μην κάνουμε μια αναφορά και στα αστικά πολιτικά κόμματα και τον ρόλο τους. Τα αστικά πολιτικά κόμματα, γενικά, συγκλίνουν στη διατήρηση του καπιταλισμού και των πολιτικών που τον συντηρούν και τον τροφοδοτούν. Ειδικά, βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που στερεώνουν το σύστημα και την άμυνά του απέναντι στον λαό, είτε πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης, είτε αφορούν την καταπίεση. Έτσι, εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση πολιτικές δυνάμεις, που είναι λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικές στη διαχείριση και βελτίωση του συστήματος. Παρά τις πομπώδεις επαγγελίες των αστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων υπέρ των λαϊκών αιτημάτων, η απόπειρα σταθεροποίησης του συστήματος πραγματοποιείται με τη βίαιη περαιτέρω συγκεντροποίηση του πλούτου και, ιδίως σε περίοδο κρίσης, και με τη σάρωση των δικαιωμάτων –και συνεπακόλουθα των αναγκών- της κοινωνικής πλειονότητας. Οδηγούμαστε, έτσι, σε μια ευρεία δυσαρέσκεια της κοινωνίας και απαξίωση του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως δεν μετουσιώνεται σε μια πολιτική πρόταση που να θέτει μαζικά τους όρους για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα τον βαθύτερο εγκλωβισμό στο δόγμα ΤΙΝΑ.


Περνώντας από τους διαχειριστές, στους φρουρούς του συστήματος, ξεκινάμε με την κοινή παραδοχή πως ο ρόλος του κράτους και των κατασταλτικών μηχανισμών του έγκειται στη δημιουργία και διατήρηση της υπεροχής της αστικής μειοψηφίας επί των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Ποιες είναι, όμως, οι ειδικότερες εκφάνσεις που έχει εκλάβει πλέον η καταστολή;


Το πρώτο ζήτημα που για το οποίο είδαμε να γίνεται εντόνως λόγος ήδη από την αυγή του 21ου αιώνα είναι η υποτιθέμενη «ασφάλεια». Η ασφάλεια, έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί ως το αντίθετο της αχαλίνωτης και δίχως όρια ελευθερίας που δήθεν υπήρχε ως τότε, προκειμένου να δικαιολογηθεί το βήμα-βήμα τσάκισμα των λαϊκών ελευθεριών και κεκτημένων των προηγούμενων αιώνων. Ουσιαστικά, η επίκληση της ασφάλειας προετοίμασε το έδαφος για την επίταση της καταστολής. Στις ΗΠΑ και στην κεντρική-βόρεια Ευρώπη, η 11η Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το εναρκτήριο σημείο για αυτή τη συζήτηση. Στην Ελλάδα, δεν έγινε, ακριβώς, με τους ίδιους όρους: Μετά τον Δεκέμβρη του 2008 έχουμε τη συζήτηση αυτή στην Ελλάδα: ενισχύθηκε η αστυνόμευση, εισήχθη ο «κουκουλονόμος», όπου ουσιαστικά αποτελούσουν επιβαρυντική περίσταση τα καλυμμένα ή αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου, ενώ στο εξής χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ο αντιτρομοκρατικός νόμος (άρθρο 187Α ΠΚ). Οι πολιτικές επιλογές αυτές αντικατόπτριζαν την ευρύτατη τάση της «ασφάλειας» τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τις κατευθύνσεις που είχε χαράξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και σε διεθνές επίπεδο με τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, το αφήγημα περί «ασφάλειας» προσαρρμόστηκε στα δεδομένα της μνημονιακής εποχής όπου η ρητορική περί «επιστροφής στην κανονικότητα» και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας αξιοποιήθηκε ως δικαιολογητική βάση για μειώσεις μισθών-συντάξεων, αύξηση φόρων, περικοπές σε δημόσιες δαπάνες, απολύσεις, ελαστικοποίηση εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις. Φυσικά, η ασφάλεια ήταν και είναι πιο παρούσα από ποτέ στο ζήτημα διαχείρισης των προσφυγικών ροών, οι οποίες στον κυρίαρχο λόγο, υπό την επιρροή και της ισλαμοφοβίας, παρουσιάζονται ως «πρόβλημα» που έρχεται να αλλοιώσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα, να μας πάρει τις δουλειές και να διαπράξει εγκλήματα. Ως αποτέλεσμα, οι ξεριζωμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να προσεγγίσουν είτε από στεριά είτε από θάλασσα τα ευρωπαϊκά εδάφη αντιμετωπίζονται με όρους αστυνόμευσης – στρατικοποίησης: Αυστηροποίηση διαδικασιών ασύλου, απελάσεις, pushbacks, κλειστές δομές. Την εποχή της πανδημίας της νόσου Covid-19, η ασφάλεια πήρε τη μορφή της προστασίας της υγείας, η οποία, βέβαια, δεν επιδιώχθηκε φερειπείν με την ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας, αλλά με περιορισμούς σε θεμελιώδη δικαιώματα, ακόμη περισσότερο ενίσχυση της αστυνομίας με παρεπόμενη αστυνομική βία και καταστολή και αποκλεισμούς από τους δημόσιους χώρους.


Η αριθμητική-υλική-τεχνολογική ενίσχυση της αστυνομίας και τη δημιουργία νέων σύγχρονων κατασταλτικών μονάδων ειδικού χαρακτήρα (Πανεπιστημιακή Αστυνομία, Δικαστική Αστυνομία, Συγκοινωνιακή Αστυνομία, Ειδική Ομάδα Μεταγωγών, Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστό και ως Ελληνικό FBI) και η στρατικοποίηση της, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο έχει εντείνει τα φαινόμενο αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, με αποτέλεσμα να έχουν κανονικοποιηθεί οι προληπτικές έφοδοι σε σπίτια, οι προληπτικές προσαγωγές, οι βασανισμοί, δολοφονίες και βιασμοί σε Αστυνομικά Τμήματα. Ακόμη και αν θέλουμε να εξετάσουμε τη θεσμική σκοπιά του ζητήματος, η Ελλάδα έχει μια σειρά από καταδίκες ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τις οποίες μάλιστα δεν έχει εκτελέσει ενόψει της ατιμωρησίας των αστυνομικών οργάνων, στα οποία παρέχεται προφανώς πολιτική κάλυψη και τίθενται έτσι στο απυρόβλητο.


Παράλληλα, επίσης, αυξάνονται, συνεχώς, οι στρατιωτικές δαπάνες (πλέον και σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Μάλιστα, φαίνεται να περιμένει στη γωνία η η αστυνομοποίηση του στρατού και η αξιοποίηση στρατιωτικών μονάδων κατά του «εσωτερικού εχθρού», που δεν θα είναι άλλος από το εργατικό και το φοιτητικό κίνημα, αλλά οποιαδήποτε άλλη νότα παραφωνίας στα σχέδια του κεφαλαίου και του κράτους. Και για να μην ακούγονται κινδυνολογία όλα αυτά, θα ήθελα να σας θυμίσω, ότι η 71η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία έχει πραγματοποιήσει άσκηση καταστολής πλήθους (2020), η οποία, το 2011-2012, βρισκόταν στις επάλξεις, έτοιμη να καταστείλει τις διαδηλώσεις κατά των μνημονίων.


Η καταστολή, φυσικά, πηγαίνει, χέρι-χέρι με την επιτήρηση, η οποία φαίνεται να αξιοποιεί στο έπακρο τα νεότερα τεχνολογικά επιτεύγματα, για τα οποία, επίσης, δαπανώνται υπέρογκα ποσά σε επίπεδο έρευνας. Ήδη όσον αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος έχουμε drones, θερμικές κάμερες και συστήματα συλλογής βιομετρικών δεδομένων (δακτυλικά αποτυπώματα, εικόνες προσώπου), ενώ, αντίστοιχες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται για συγκεντρώσεις-διαδηλώσεις. Πρόσφατα, για παράδειγμα, εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της Αθήνας χιλιάδες κάμερες με πρόφαση τις παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.


Νομίζω, ότι τα παραπάνω επιβεβαιώνουν πλήρως τη θέση περί κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Το κράτος επιτελεί ευλαβικά τον ρόλο του ως ο βασικός μηχανισμός της αστικής εξουσίας, παρουσιάζοντας όμως μια ανασυγκρότηση προς μια –ακόμη- περισσότερο αντιδραστική κατεύθυνση, δείχνοντας απροκάλυπτα το πραγματικό του πρόσωπο. Ο ήδη περιορισμένος ρόλος των αντιπροσωπευτικών θεσμών της αστικής δημοκρατίας συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, με τη Βουλή να φτάνει να γίνεται ένας τυπικός θεσμός που η βασική του λειτουργία είναι να επικυρώνει αποφάσεις που έχουν ληφθεί από αδιαφανή κέντρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Από την άλλη, η διαπλοκή στρατού και αστυνομίας εκτελεί το ρόλο της ως όργανο υπεράσπισης της κυρίαρχης τάξης, εντείνοντας την γενικευμένη καταστολή. Δεν αποτελεί κάποια «εξαίρεση» η συγκεκριμένη συνθήκη, ή κάποια εκτροπή. Αποτελεί την πιο πρόσφατη έκφανση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την πολιτική μορφή που προσλαμβάνει η σύγχρονη καπιταλιστική επιθετικότητα. Η οποία κάθε φορά φοράει το θεσμικό κοστούμι που εξυπηρετεί τα αντιεργατικά της πλάνα. Και οχυρώνεται πίσω από ολοένα και περισσότερη κρατική βία ενόψει της απειλής εξεγερτικών ή επαναστατικών γεγονότων. Εξάλλου, η εξαίρεση προϋποθέτει κάποιον κανόνα, κάποια ευκταία κανονικότητα, η οποία διακόπτεται από την εξαίρεση και στην οποία αξιώνουμε να επιστρέψουμε. Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια μικρή ή μεγάλη παρένθεση που όταν κλείσει θα επιστρέψουμε «στις παλιές, καλές εποχές», αλλά για μια συνθήκη που το ζήτημα είναι να ανατρέψουμε εκ θεμελίων.

 

Ναταλία Πάνου, 1/7/2025

Comments


Asset 8.png

© 2025 Kommounistiki Apeleftherosi.

bottom of page