Εισήγηση: Αστικό κράτος και ολοκληρωτικός καπιταλισμός
- dimgov68
- 5 days ago
- 11 min read

Εισήγηση του Βασίλη Μηνακάκη στην πολιτική-θεωρητική εκδήλωση:
«Αστικό κράτος και ταξική πάλη: από το σύνταγμα του 1975 στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό», 1 Ιουλίου 2025, Αθήνα.
Η πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, και η ψήφιση του νέου Συντάγματος, τον Ιούνιο του 1975, εγκαινιάζουν στην Ελλάδα την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Επιπλέον, συμπίπτουν χρονικά με την καπιταλιστική κρίση του 1973-75, στον απόηχο της οποίας δρομολογήθηκαν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές σε όλους τους αρμούς των καπιταλιστικών σχέσεων, που οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας νέας εποχής για τον καπιταλισμό, ενός νέου σταδίου, που έχουμε ονομάσει ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας. Πλέον οι εν λόγω αλλαγές –εδώ θα εστιάσουμε μόνο σε όσες αφορούν το κράτος, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του- έχοντας περάσει από την καμπή του 1983-85, την κρίση dot.com του 2001, την κρίση του 2008 και τα μνημόνια, έχοντας δοκιμαστεί σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και υλοποιηθεί από κάθε μορφής και απόχρωσης κυβερνητικά σχήματα, έχοντας αναμετρηθεί με μαζικές κινητοποιήσεις, απεργίες και εξεγέρσεις σε πολλά σημεία της γης, έχοντας εμβαπτιστεί στα νέα δεδομένα του ψηφιακού περιβάλλοντος και στις εναλλαγές στο δίπολο ενοποίηση-ανταγωνισμός το οποίο σφραγίζει κάθε στιγμή τη διαρκώς ενεργούσα τάση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, έχοντας δοκιμαστεί σε ιδιαίτερες συνθήκες σαν αυτές της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής και, τέλος, έχοντας ενσωματώσει τα δεδομένα των πολεμικών συγκρούσεων νέου τύπου οι οποίες αναδύθηκαν στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο –αυτόν που για κάποιους νεοφιλελεύθερους διανοούμενους θα ήταν «επίπεδος» και για άλλους δεν θα είχε πολέμους, γιατί δήθεν δυο χώρες που καταναλώνουν Coca-Cola δεν μπορούν να πολεμούν μεταξύ τους-, αυτές λοιπόν οι αλλαγές έχουν λίγο ως πολύ αποκρυσταλλωθεί πλέον και μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις γενικές ποιοτικές τους τάσεις. Επαναλαμβάνω, γενικές τάσεις, διότι προφανώς υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία σε κάθε χώρα, με βάση την ιστορική της πορεία και τον ταξικό συσχετισμό.
***
Για να μελετήσουμε καλύτερα αυτές τις τάσεις –και κυρίως για να δούμε τι σημαίνουν για την ταξική πάλη- χρειάζονται μερικές μεθοδολογικές αφετηρίες.
Η πρώτη, ασφαλώς, είναι η ιστορικότητα. Με τέτοια ματιά πρέπει να δούμε τα κείμενα του Μαρξ και του Λένιν – τα οποία διατηρούν στοιχεία με γενική ισχύ σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία, άρα και στη σημερινή, αλλά περιέχουν και στοιχεία που αντιστοιχούν στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, με τον μη εξελιγμένο ακόμη κοινοβουλευτισμό και το μη αναπτυγμένο «κράτος πρόνοιας». Με τέτοια ματιά πρέπει επίσης να δούμε τις απόψεις περί μικροφυσικής της εξουσίας, βιοπολιτικής, ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους κ.λπ. (των Φουκώ, Πουλαντζά, Αλτουσέρ κ.λπ.) – οι οποίες σχετίζονται με την ώριμη περίοδο του σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού, χωρίς όμως να έχουν το βάθος των προγενέστερων (των Μαρξ, Λένιν, Γκράμσι) και κυρίως το συνολικό, ανατρεπτικό, επαναστατικό και συνδεδεμένο με την εργατική τάξη πολιτικό «διά ταύτα», όπως εύστοχα σημειώνει ο Πέρι Άντερσον στο βιβλίο Δυτικός Μαρξισμός.
Επισημαίνονται όλα αυτά για να υπογραμμιστούν δύο στοιχεία. Κατ’ αρχάς ότι δεν μας αρκεί ένας τύπου ΚΚΕ -αλλά όχι μόνο- μηρυκασμός των κλασικών μαρξιστικών απόψεων ούτε, πολύ περισσότερο, ένας μηρυκασμός των απόψεων του δυτικού μαρξισμού. Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα πράγματα για να σταθούμε σήμερα στο ύψος των απαιτήσεων της ταξικής πάλης.
Έπειτα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στη συζήτηση για το κράτος και την εξουσία από τη δεκαετία του ’80 και μετά, η πρωτοκαθεδρία ανήκει αδιαμφισβήτητα στις αστικές φιλελεύθερες ιδέες με τις πολλαπλές τους αποχρώσεις. Κάποιες από αυτές χρησιμοποιούνται ως προπομπός και μέσο δικαιολόγησης των προωθούμενων αλλαγών (όπως, π.χ., η άποψη ότι η «αγορά ψήφων» υπερίσχυσε της ελεύθερης αγοράς, ότι κυριάρχησαν οι ομάδες πίεσης και ο λαϊκισμός ή ότι έως το 1980 υπήρχε «δημοκρατική υπερφόρτωση»). Άλλες λειτουργούν ως σχήμα δικαιολόγησης των τεκταινόμενων σε γεωπολιτικό επίπεδο (όπως, π.χ., η άποψη περί διχασμού του κόσμου μεταξύ αυταρχικών και δημοκρατικών καθεστώτων). Κι άλλες, που εκδηλώνονται ως αγωνία για το ενδεχόμενο τέλος της δημοκρατίας, ως ερώτημα του τύπου «γιατί αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες» –όλα αυτά και άλλα παρόμοια είναι τίτλοι βιβλίων- αλλά και ως συνεπακόλουθη ουτοπική αναζήτηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στον 21ο αιώνα η οποία θα έχει τα στοιχεία εκείνης του ’50 και του ’60.
Από την άλλη, η αριστερή σκέψη -μιλώντας γενικά για την αριστερά- ή αναμασάει τις παλιές απόψεις όποιας εκδοχής και όποιας εποχής του καπιταλισμού (μηδέ των αναρχικών-ελευθεριακών εξαιρουμένων) ή εξαντλείται στην πράξη στην υπεράσπιση του κοινοβουλευτισμού (άρα και των συνταγματικών πλαισίων) της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού απέναντι στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό του νέου σταδίου ή, αρνούμενη τις λεγόμενες «μεγάλες αφηγήσεις» και μια ολιστική προσέγγιση της εξουσίας και του αστικού κράτους, καταλήγει πότε στον μεταμοντέρνο κατακερματισμό και στην ανάλυση και στην πολιτική γραμμή και στην πάλη, και πότε στον άκριτο πολλές φορές δανεισμό απόψεων περί κατάστασης εξαίρεσης και έκτακτης ανάγκης, βιοπολιτικής κ.λπ.
Αυτή η κατάσταση επιβεβαιώνει από μία ακόμη σκοπιά αυτό που προαναφέρθηκε. Ότι, δηλαδή, στη σημερινή συζήτηση για το κράτος χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα και βαθύτερα πράγματα -με άλλα λόγια δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού- για να σταθούμε στο ύψος των απαιτήσεων της ταξικής πάλης από τη σκοπιά της κοινωνικής χειραφέτησης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
****
Ας έρθουμε, όμως, στο κυρίως θέμα κι ας ξεκινήσουμε από το βασικό. Το κράτος αποτελεί θεμελιακό πυλώνα της αστικής εξουσίας, «συλλογικό κεφαλαιοκράτη», «επιτροπή διαχείρισης των αστικών υποθέσεων», έγραφαν ο Μαρξ και ο Λένιν. «Η αστική τάξη οργανώνεται σε κυρίαρχη τάξη» διαμορφώνοντας τον κρατικό μηχανισμό, συμπλήρωναν αλλού. Αυτή η θέση ισχύει στο ακέραιο σήμερα. Βέβαια, η αστική τάξη κατέβαλε από την αρχή -πολύ περισσότερο στη μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία»- προσπάθειες να εμφανίσει το κράτος και τους μηχανισμούς του ως ουδέτερους και υπερταξικούς, ως θεσμούς αποστασιοποιημένους από τις ταξικές συγκρούσεις.
Δεν βρισκόμαστε, όμως, στον 19ο αιώνα, ούτε στην εποχή του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας». Έχοντας πίσω μας δεκαετίες διάλυσής του, απόσυρσης του κράτους από κοινωφελείς δραστηριότητες, παράδοσης των δημόσιων αγαθών στην αγορά, περιστολής των κοινωνικών δαπανών, εργασιακών νόμων που ευνοούν απροκάλυπτα το κεφάλαιο, φορολεηλασίας για τους μεν φοροελαφρύνσεων για τους δε, στυγνής οικονομικής πολιτικής –με ή χωρίς μνημόνια και επιτροπείες-, άγριας καταστολής και μαζικής ψηφιακής επιτήρησης, ωμής περιφρόνησης της λαϊκής βούλησης (κορυφαίο παράδειγμα το δημοψήφισμα 2015), αποστείρωσης του κράτους από τη λαϊκή πίεση μέσω της διακυβέρνησης από τεχνοκράτες ή δήθεν ανεξάρτητες αρχές ή μέσω του λεγόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού, και τέλος διαμόρφωσης μιας νέας αρχιτεκτονικής και διαπλοκής μεταξύ κεντρικού εθνικού κράτους, υπερεθνικών θεσμών τύπου ΕΕ και τοπικού κράτους – έχοντας, λοιπόν, ως δεδομένους αυτούς τους μετασχηματισμούς που «έτρεξαν» τις προηγούμενες δεκαετίες και αποτιμώντας τους στο σύνολό τους, διαπιστώνουμε το εξής: η ουσία τους είναι η ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κράτους, η σε μεγάλο βαθμό απογύμνωσή του από καθετί που θα άφηνε έστω κάποιες ψευδαισθήσεις ότι υπηρετεί το «γενικό καλό» κι αποτελεί όργανο του «γενικού συμφέροντος, η ακόμη πιο απροκάλυπτη ανάδυσή του ως «πρώτο κόμμα της αστικής τάξης».
Δεν πρόκειται για το «ελάχιστο κράτος» του «πατέρα του νεοφιλελευθερισμού», Φρίντριχ Χάγιεκ, και του Γκι Σορμάν ή για το «επιτελικό κράτος» του Μητσοτάκη. Πρόκειται για το ωμό, κυνικό και ακραία εχθρικό προς την κοινωνική πλειοψηφία αστικό κράτος της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Το ότι είναι τέτοια η ουσία, ο χαρακτήρας του σύγχρονου κράτους το αντιλαμβάνονται διαισθητικά -αλλά όχι μόνο- ευρύτερα τμήματα των εργατικών-λαϊκών μαζών. Βέβαια, αυτή η κατανόηση συνοδεύεται από πολύ διαφορετικές και αντιφατικές στάσεις - στάσεις που, σε τελευταία ανάλυση, απορρέουν από τον συσχετισμό μεταξύ τάσεων χειραφέτησης και τάσεων υποταγής/συμβιβασμού. Η βεντάλια αυτών των στάσεων περιλαμβάνει από την αποστροφή στην πολιτική και την περιφρόνηση στις εκλογές και τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, έως τον ακραίο ατομισμό, κι από τον ριζοσπαστισμό και τον αντικαπιταλισμό έως τον ακροδεξιό δήθεν «αντικρατισμό», τα νέου τύπου «τάξις και ηθική» ή «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», το «ασφάλεια από τους παραβατικούς, τους περιθωριακούς και τους μετανάστες».
****
Δεν είναι τυχαία αυτή η γυμνή ταξικότητα και ωμότητα του κράτους στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό - αυτή που μας ώθησε να υιοθετήσουμε τον όρο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, εκτιμώντας ότι οι «καταστάσεις εξαίρεσης» δεν είναι εξαίρεση στο πλαίσιό του, έχουν γίνει κανονικότητα, κυρίαρχο και πλέον θεσμικό πλαίσιο. Αντιστοιχεί σε έναν καπιταλισμό ωμής και άγριας εκμετάλλευσης εντός και εκτός παραγωγής, που δεν χωρά ενδιάμεσες ή ρεφορμιστικές λύσεις και προσφεύγει όλο και πιο συχνά στον πόλεμο. Σε αυτόν τον καπιταλισμό δεν θα μπορούσε να αντιστοιχεί τίποτα άλλο από ένα τέτοιο αστικό κράτος. Κι όποιος δεν αναδεικνύει ή υποτιμά αυτή τη σύνδεση, ειδικά σήμερα, δεν υπηρετεί έμπρακτα την κοινωνική χειραφέτηση κι ούτε μπορεί να διεξαγάγει αποτελεσματικό αγώνα απέναντι στο αστικό κράτος – κι αυτό ισχύει τόσο για τον ρεφορμισμό τύπου ΚΚΕ όσο και για εκείνον των ελευθεριακών-αναρχικών ομάδων, πολλώ δε μάλλον δυνάμεων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και τα θραύσματα που προέκυψαν από αυτόν.
Αυτό το κράτος δεν αντιστοιχεί απλώς και γραμμικά στη συγκεκριμένη οικονομική βάση, δεν είναι απλώς εποικοδόμημα των συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Αντεπιδρά σε αυτές, αντεπιδρά στη βάση και μάλιστα πολύ πιο ενεργητικά απ’ ό,τι στο παρελθόν, έχοντας ως σταθερό κριτήριο αναφοράς τα συμφέροντα του κεφαλαίου –εγχώριου και διεθνούς που εκκινεί ή δραστηριοποιείται στην Ελλάδα- και των διεθνών κεφαλαιοκρατικών οργανισμών ή ενώσεων τύπου ΕΕ (οι εργασιακοί νόμοι είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αντεπίδρασης στην οικονομική βάση, το ίδιο και η φορολογία ή τα κίνητρα στο κεφάλαιο). Αυτό το κράτος είναι όντως «ελάχιστο» σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση ακόμη και στοιχειωδών λαϊκών αναγκών, αλλά «μέγιστο» σε ό,τι αφορά την καταστολή και τη λεγόμενη «ασφάλεια», την ψηφιακή επιτήρηση και την εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, των κατευθύνσεων της ΕΕ, της αγοράς. Είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη η συζήτηση περί «εταιρικής απολυταρχίας» ή η θέση περί «αιχμαλωσίας του κράτους από τη βιομηχανία» (Ross) – απόψεις που δεν ανήκουν σε μαρξιστές ούτε σε οπαδούς της ανάλυσης περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Αυτό το κράτος, τέλος, δεν μπορεί να είναι αιχμή του καπιταλιστικού δόρατος για τη σύναψη αξιόλογων κοινωνικών συμμαχιών και για την εξασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης. Τα διάφορα pass και τα ψίχουλα του τύπου «ένα νοίκι τον χρόνο δωρεάν» απέχουν παρασάγγες από τις παροχές του πάλαι ποτέ «κράτους πρόνοιας» ή έστω του ΕΣΥ της δεκαετίας του 1980, κι αυτό σε συνθήκες που το χάσμα πλούτου-φτώχειας γίνεται δυσθεώρητο και ο μισθός τελειώνει από τις 15-20 του μήνα. Σε αυτά τα κοινωνικά δεδομένα δεν αντιστοιχεί η ενσωμάτωση-συναίνεση, αντιστοιχούν η χειραγώγηση, η ψηφιακή προληπτική επιτήρηση, η πολύμορφη καταστολή, η διάχυση του ατομισμού-ανταγωνισμού, το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» - δηλαδή, μέθοδοι που αποκαλύπτουν φόβο απέναντι στον «εχθρό λαό».
****
Στο πλαίσιο αυτό, η πάντα υπαρκτή σχετική αυτοτέλεια του κράτους απέναντι στο κεφάλαιο είναι σήμερα πολύ πιο περιορισμένη - αναιμική, θάλεγε κανείς. Είναι πλήθος τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν, τόσο σε κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης όπως τα μνημόνια και η μέσω αυτών συνταγματοποίηση της λιτότητας ή τα ελέω ΔΝΤ και ΟΟΣΑ προγράμματα δήθεν «διάσωσης», όσο και στις τρέχουσες κρατικές αποφάσεις για παράνομες απεργίες ή την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, στις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν συνταγματικά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ή την περικοπή των συντάξεων και τόσα άλλα. Πλήθος, επίσης, είναι τα στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι το αστικό κράτος σήμερα διαπερνιέται μεν από τους ανταγωνισμούς των καπιταλιστών (εγχώριων ή πολυεθνικών), δυσκολεύεται ενίοτε να διευθετήσει τις ενδοαστικές αντιθέσεις (ώστε να συγκροτήσει ένα σχετικά σταθερό αστικό «μπλοκ εξουσίας»), δυσκολεύεται επίσης συχνά να βρει σχήμα κυβερνητικού διαχειριστή (λόγω του κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος, της ακροδεξιάς ανόδου, της απαξίωσης της πολιτικής από τον κόσμο και της μειωμένης συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες), παράλληλα όμως επηρεάζεται από την ταξική πάλη πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν – αν δεν είναι απόλυτα στεγανοποιημένο και οχυρωμένο από ό,τι απειλητικό για' αυτούς κι ελπιδοφόρο για εμάς αναφύεται στο πλαίσιό της.
Και μπορεί το κράτος να μην αποτελεί απλώς και μηχανιστικά «εργαλείο» της αστικής τάξης ή «συνδικάτο» καπιταλιστών, είναι όμως πολύ πιο βέβαιο από ποτέ πως η φράση «επηρεάζεται από την ταξική πάλη» δεν σημαίνει ότι την αντανακλά, ότι είναι συμπύκνωσή της και έκφραση του ταξικού συσχετισμού μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας. Όπως προαναφέρθηκε, το κράτος αντεπιδρά-παρεμβαίνει ενεργητικά στην ταξική πάλη από συγκεκριμένη σκοπιά, βάση συγκεκριμένων συμφερόντων, των αστικών.
Επίσης μπορεί να μην είναι ο μοναδικός μηχανισμός της αστικής εξουσίας, εντούτοις παραμένει ο σκληρός πυρήνας της κι εκείνος που τελικά ενοποιεί άλλους τους άλλους τους εκτός της διαδικασίας της παραγωγής (εκεί υπάρχουν ο δεσποτισμός του κεφαλαιοκράτη, η απειλή της απόλυσης, η ασφυκτική νόρμα κ.λπ.), σε σημείο που οι προ δεκαετιών απόψεις του Φουκώ περί «μικροφυσικής» της εξουσίας να φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου (αν υποθέσουμε ότι κάποτε ήταν εντός). Κι επίσης σε σημείο που οι αυτοδιαχειριστικοί-ελευθεριακοί πειραματισμοί ή οι απόψεις του τύπου «να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να πάρουμε την εξουσία» των Νέγκρι και Χαρντ και τόσων άλλων, οι οποίες άνθησαν μετά την καμπή και τους αγώνες του του 2008-2015, να έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί σχεδόν παντελώς ακόμη και από τους υποστηρικτές τους ως στερούμενες της παραμικρής σχέσης με την πραγματικότητα.
***
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το μοναδικό συμπέρασμα που έρχεται με ευκρίνεια στο προσκήνιο είναι το δήθεν ξεπερασμένο συμπέρασμα των Μαρξ και Λένιν – και μάλιστα πολύ πιο ισχυρό κι επίκαιρο: το σύγχρονο αστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται ούτε καταλαμβάνεται.
Δεν είναι εφικτή μια άλλου τύπου κυβερνητική διαχείρισή του, ώστε να λειτουργεί σε όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, μια τμηματική κατάληψη της εξουσίας ή μια άλωση-αποσάθρωσή του διά μέσου της κυριαρχίας στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ή της αυτοδιαχείρισης των κοινών και όχι μόνο αγαθών.
Και τέλος δεν είναι εφικτή κάποιου τύπου λαϊκή εξουσία, όπως προτείνει το ΚΚΕ, χωρίς επανάσταση και τσάκισμα του αστικού κράτους
Με άλλα λόγια, η μόνη αναγκαία και εφικτή λύση, η μόνη λύση στην οποία οδηγεί αναπόφευκτα η δυναμική της ταξικής πάλης και, τέλος, η μόνη που πραγματικά ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι η αντικαπιταλιστική επανάσταση, η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, το τσάκισμα του αστικού κράτους και η οικοδόμηση μιας νέας εργατικής εξουσίας, ως απαραίτητη πολιτική προϋπόθεση τόσο για τη ριζική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων όσο και για τη δρομολόγηση των διεργασιών που κατατείνουν στην πλήρη απελευθέρωσή τους από κάθε μορφή καταπίεσης, εκμετάλλευσης, διακρίσεων και εξουσίας.
***
Οι παραπάνω θέσεις δεν προκύπτουν αυθαίρετα. Είναι απότοκο μιας συστηματικής μελέτης όλων των λειτουργιών του κράτους – της οικονομικής, της κοινωνικής, της πολιτικής/κατασταλτικής και της ιδεολογικής. Εδώ, φυσικά, δεν θα καταπιαστούμε με όλες. Και οι πλευρές που θα αναδείξουμε, κι αυτές αναγκαστικά θα σκιαγραφηθούν αδρομερώς.
Μια πρώτη, λοιπόν, πλευρά είναι η νέα αρχιτεκτονική και διαπλοκή μεταξύ του κεντρικού εθνικού αστικού κράτους, των αποκεντρωμένων κρατικών θεσμών (του «τοπικού κράτους», των ΟΤΑ δηλαδή) και των υπερεθνικών οντοτήτων τύπου ΕΕ (των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, δηλαδή). Και σε αυτή την αρχιτεκτονική, βέβαια, το εθνικό αστικό κράτος παραμένει ο πυρήνας της εξουσίας. Η εν λόγω «μετάβαση από τα έθνη-κράτη στα κράτη-μέλη» και η άντληση νομιμοποίησης όχι τόσο από τις εκλογές και τους καθιερωμένους μηχανισμούς εγχώριας πολιτικής λογοδοσίας αλλά από τους διεθνείς φορείς, τις τρόικες, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, τον ΟΟΣΑ, τους οίκους αξιολόγησης κ.λπ. βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στο κράτους και το πολιτικό προσωπικό που το διαχειρίζεται, από τη μια, και στην κοινωνική πλειοψηφία, από την άλλη, ισχυροποιεί συνολικά την αστική εξουσία απέναντι στις λαϊκές μάζες και τη στεγανοποιεί έτι περαιτέρω. Από την άλλη, οι ΟΤΑ του σήμερα –ιδίως οι περιφέρειες-, με το πλαίσιο λειτουργίας τους και την απευθείας σχέση τους με την ΕΕ και τα καπιταλιστικά συμφέροντα –τοπικά και μη-, χάνουν και το τελευταίο φύλο συκής που τους ήθελε μηχανισμούς τοπικής δήθεν αυτοδιοίκησης, πιο άμεσα επηρεαζόμενους από τον λαό.
Μια δεύτερη πολύ σημαντική πλευρά είναι η ρευστοποίηση, η θόλωση, η διαπερατότητα των ορίων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, κράτους και αγοράς, στο πλαίσιο μια νέου τύπου συνύφανσης κράτους και κεφαλαίου, μιας νέου τύπου κρατικομονοπωλιακής διαπλοκής. Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική λειτουργία του κράτους – ενίοτε και στην κατασταλτική. Στοιχείο αυτής της πλευράς είναι οι ιδιωτικοποιήσεις-αποκρατικοποιήσεις κάθε μορφής, οι ΣΔΙΤ, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια – που τάχα τώρα έγιναν συνταγματικά. Είναι η δημιουργία –με δημόσιο χρήμα από τη φορολογία των μισθωτών- υποδομών ή ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος που ωφελούν το κεφάλαιο. Είναι η διάσωση, ενίοτε, ή και επανακρατικοποίηση καπιταλιστικών επιχειρήσεων που είναι πολύ μεγάλες για να αφεθούν να καταρρεύσουν. Είναι οι λομπίστες και η λεγόμενη «περιστρεφόμενη πόρτα» που φέρνει τα ίδια άτομα άλλοτε σε κυβερνητικές θέσεις και άλλοτε σε κορυφαίες επιχειρηματικές θέσεις – με τους Παπαδήμο, Πρόντι, Σρέντερ και Μπλερ να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι η ανάθεση σε ιδιώτες δραστηριοτήτων ακόμη και του «σκληρού» δημοσίου και κατασταλτικού «πυρήνα» του κράτους (π.χ. ιδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές φυλακές). Κι ακόμη είναι η κυριαρχία των αγοραίων-ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και της λογικής του κέρδους-οφέλους, της ανταγωνιστικότητας, της αξιολόγησης, της αποδοτικότητας στη λειτουργία του κράτους γενικά και κυρίως σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση, οι υποδομές. Ακραίο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι το υπουργείο που δόθηκε –έστω για λίγους μήνες- στον Ίλον Μασκ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη είναι η οπτική της Β. Ηibou περί «νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας», η οποία αναδεικνύει το πώς τα παραπάνω αγοραία κριτήρια ενσωματώνονται τόσο στη λειτουργία του κράτους αλλά και εν γένει στις κοινωνικές σχέσεις και τον καθημερινό βίο.
Ένα τελευταίο αλλά σημαντικό ζήτημα είναι οι διαφοροποιήσεις στο προσωπικό του κράτους. Οι εργαζόμενοι στους κάθε λογής κρατικούς φορείς πολύ περισσότερο από ποτέ δεν είναι κάτι ενιαίο. Τα τμήματα που εργάζονται στους τομείς που εξυπηρετούν άμεσα τα αστικά συμφέροντα (ανεξάρτητες αρχές, κρίκοι σύνδεσης με την ΕΕ και τους διεθνείς οργανισμούς, θύλακες προώθησης της επιχειρηματικότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, όπως το ΤΑΙΠΕΔ) έχουν άλλους μισθούς και αντιμετώπιση σε σχέση με τα τμήματα που δουλεύουν σε τομείς «λαϊκού»-κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως εκπαίδευση-υγεία, δήμοι, κοινωνική προστασία κ.λπ. Έτσι οι πρώτοι εντάσσονται πιο άμεσα στην «εργατική αριστοκρατία», ενώ οι δεύτεροι σε μεγάλο βαθμό στην εργατική τάξη. Επιπλέον, στο σύνολο του κράτους η ιδεολογία των «αρίστων» γίνεται το άλλοθι για ένα τεράστιο βάθεμα του χάσματος ανάμεσα στο προσωπικό και στα «στελέχη». Η ψαλίδα ανοίγει σε τεράστιο βαθμό με στόχο τη δημιουργία ενός διοικητικού μηχανισμού ελέγχου ακόμα και καταστολής του προσωπικού. Έτσι το προσωπικό του κράτους διαπερνιέται από πολλαπλούς διχασμούς κάθετους και οριζόντιους, πράγμα που οξύνει τις αντιθέσεις και πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα παρέμβασης και κερδίσματος τμημάτων του με μια αντικαπιταλιστική γραμμή.
Βασίλης Μηνακάκης, 1/7/2025
Comments